- ὠφελημάτων
- ὠφέλημαa usefulneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανακατανομή — η [ανακατανέμω] η εκ νέου κατανομή, η νέα, δικαιότερη κατανομή (ωφελημάτων ή υποχρεώσεων) … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
πλουτισμός — ο, Ν Μ [πλουτίζω] 1. η απόκτηση πολλών υλικών αγαθών, η απόκτηση υλικού πλούτου, θησαύρισμα 2. μτφ. απόκτηση μεγάλων πνευματικών αγαθών ή ηθικών ωφελημάτων («πλουτισμός σε γνώσεις και σε πείρα») 3. φρ. «αδικαιολόγητος πλουτισμός» (νομ.) επαύξηση… … Dictionary of Greek
τοκογλυφία — η, Ν 1. (οικον.) ο δανεισμός χρημάτων με επιτόκιο ανώτερο τού νόμιμου 2. (ποιν. δίκ.) περιουσιακό έγκλημα βαθμού πλημμελήματος το οποίο συνίσταται, γενικά, στη συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων προφανώς δυσανάλογων προς την παροχή… … Dictionary of Greek
ωφελιμισμός — ο, Ν (φιλοσ.) ηθικοφιλοσοφική αντίληψη κατά την οποία κριτήριο τής ηθικής είναι το προσωπικό συμφέρον και η ηθική επιλογή μπορεί να γίνει με τον απλό υπολογισμό τών ωφελημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωφέλιμος + ισμός*, απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ.… … Dictionary of Greek
δημόσια υπηρεσία — Η οργανωμένη επιχείρηση που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση εκείνων που κυβερνούν, για την εξυπηρέτηση του κοινού. Κατά μία εκδοχή το κράτος αποτελεί ομάδα δ.υ. που συνεργάζονται μεταξύ τους και οι οποίες έχουν οργανωθεί και ελέγχονται κατά τη… … Dictionary of Greek
ΝΑΣΑ — Οργανισμός των ΗΠΑ, που συντονίζει και διευθύνει όλες τις κρατικές έρευνες στο διάστημα. Ο όρος ΝΑΣΑ προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων National Aeronautics and Space Administration που σημαίνει εθνική αεροναυτική και διαστημική υπηρεσία.… … Dictionary of Greek
Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της … Dictionary of Greek
βυζί — το 1. ο μαστός του ανθρώπου και των θηλαστικών ζώων: Ήπιε πολύ γάλα από το βυζί της μάνας του. 2. ο θηλασμός, το βύζαγμα: Το μωρό γυρεύει συνέχεια βυζί. 3. μτφ., πηγή ωφελημάτων: Βρήκε βυζί και βυζαίνει. 4. μτφ., ό,τι μοιάζει με μαστό: Τα βυζιά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκμετάλλευση — η 1. η εξαγωγή μεταλλεύματος από μεταλλείο. 2. μτφ., η απόκτηση ωφελημάτων από πλουτοφόρα πηγή: Με την εκμετάλλευση του ιχθυοτροφείου του έγινε πλούσιος. 3. μτφ., οικονομική μονάδα και ιδίως επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας: Η εκμετάλλευση των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)